ξούρα

ξούρα
η
1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» — έκανε ένα καλό ξύρισμα)
2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”